Ο Πλούτος είναι η τελευταία σωζόμενη κωμωδία του Αριστοφάνη. Γράφτηκε το 388 π.Χ., σηματοδοτώντας το πέρασμα από την Αρχαία στη Νεότερη Αττική Κωμωδία.
Στην κωμωδία αυτή ο Αριστοφάνης διακωμωδεί την κακή διανομή του Πλούτου, που, επειδή είναι τυφλός, πηγαίνει στους κακούς. Αλλά ένας χρηστός πολίτης, ο Χρεμύλος, μαζί με τον τετραπέρατο δούλο του Καρίωνα, περιθάλπουν τον τυφλό, τιμωρημένο από το Δία, θεό Πλούτο, που μικρός τυφλώθηκε για να αποφεύγει τους δίκαιους, τους σοφούς και τους έντιμους. Ο Θεός Πλούτος λοιπόν ξαναβρίσκει το φως του, μετά την γιατρειά που του προσφέρουν ο Χρέμυλος με τον δούλο του. Εκείνος δίνει τα πλούτη του στους αγαθούς και τους κακούς τους κάνει φτωχούς. Στην κωμωδία αυτή ο ποιητής δε διακωμωδεί ορισμένα πρόσωπα, αλλά και καταστάσεις και άτομα, όπως στις "Εκκλησιάζουσες". Γι' αυτό με τις δύο αυτές κωμωδίες ο Αριστοφάνης περνά από την αρχαία στη μέση κωμωδία.
https://www.youtube.com/watch?v=R85imEweN60
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Παμπόνηρε, και γιατί δεν το ‘λεγες τόσο καιρό, πως είσαι ο Πλούτος;
ΚΑΡΙΩΝΑΣ Συ είσαι ο Πλούτος και με τέτοια χάλια; Τι λες μωρέ; Εσύ είσαι ο Πλούτος;
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ο ίδιος ο Πλούτος;
ΠΛΟΥΤΟΣ Ο ίδιος και αυτοπροσώπως.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Πούθε λοιπόν μας ήρθες έτσι βρωμισμένος;
ΠΛΟΥΤΟΣ Απ’ τον Πατροκλή (Πλούσιο Αθηναίο που δε λουζότανε απ’ την τσιγγουνιά του) που δε λούστηκε ποτέ απ’ τον καιρό που γεννήθηκε.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Για πε μου τώρα, πώς τα μάτια σου έχασες;
ΠΛΟΥΤΟΣ Ο Δίας μου την έσκασε από φθόνο και ζήλια των ανθρώπων. Όταν ήμουν νέος φοβέριζα πως θα πηγαίνω μόνο στους τίμιους, τους σοφούς και τους δίκαιους. Τότε μου ‘βγαλε τα μάτια για να μη μπορώ να ξεχωρίζω τους κακούς απ’ τους καλούς. Τόσο ζηλεύει τους καλούς ανθρώπους; (Ο Δίας ήθελε να μην ανταμοίβεται η Αρετή στους ανθρώπους γιατί τότε όλοι θα προσπαθούσαν να είναι ενάρετοι από συμφέρον).
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και όμως ο Δίας τιμάται απ’ τους δίκαιους και τους καλούς και όχι τους κακούς.
ΠΛΟΥΤΟΣ Είμαι σύμφωνος.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Για πες μου. Αν ξάφνου αποχτούσες το φως σου θα έφευγες μακριά απ’ τους κακούς;
ΠΛΟΥΤΟΣ Και βέβαια θ’ άφευγα.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Θα πήγαινες στους τίμιους, τους δίκαιους και τους καλούς.
ΠΛΟΥΤΟΣ Μα, ούτε λόγος να γίνεται. Παρ’ ότι έχω πολύ καιρό να ιδώ κανένα απ’ αυτούς.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα ούτε εγώ που βλέπω, δεν είδα κανένα τίμιο.
ΠΛΟΥΤΟΣ Τώρα μάθατε τα δικά μου. Αφήστε με να φύγω.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Όχι για το Θεό. Τώρα ίσα-ίσα σε θέλουμε κοντά μας να σε κρατάμε πιο δυνατά.
ΠΛΟΥΤΟΣ Καλά το ‘λεγα πως δύσκολα θα ξεμπέρδευα από σας.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Σε παρακαλώ να μην επιμένεις να φύγεις, γιατί όσο και να ψάξεις δε θα βρεις άλλο καλόβολο άνθρωπο από μένα.
Δεν υπάρχει άλλος από μένα.
ΠΛΟΥΤΟΣ Όλοι οι άνθρωποι έτσι λένε. Κι όταν με κάνουν δικό τους και γίνουν πλούσιοι, τότες ξεπερνούνε τα όρια της κακίας και της αδικίας και γίνονται όλοι καθίκια του κερατά.
Στην κωμωδία αυτή ο Αριστοφάνης διακωμωδεί την κακή διανομή του Πλούτου, που, επειδή είναι τυφλός, πηγαίνει στους κακούς. Αλλά ένας χρηστός πολίτης, ο Χρεμύλος, μαζί με τον τετραπέρατο δούλο του Καρίωνα, περιθάλπουν τον τυφλό, τιμωρημένο από το Δία, θεό Πλούτο, που μικρός τυφλώθηκε για να αποφεύγει τους δίκαιους, τους σοφούς και τους έντιμους. Ο Θεός Πλούτος λοιπόν ξαναβρίσκει το φως του, μετά την γιατρειά που του προσφέρουν ο Χρέμυλος με τον δούλο του. Εκείνος δίνει τα πλούτη του στους αγαθούς και τους κακούς τους κάνει φτωχούς. Στην κωμωδία αυτή ο ποιητής δε διακωμωδεί ορισμένα πρόσωπα, αλλά και καταστάσεις και άτομα, όπως στις "Εκκλησιάζουσες". Γι' αυτό με τις δύο αυτές κωμωδίες ο Αριστοφάνης περνά από την αρχαία στη μέση κωμωδία.
https://www.youtube.com/watch?v=R85imEweN60
Πλούτος – Απόσπασμα 1
ΠΛΟΥΤΟΣ Ακούστε λοιπόν, εγώ είμαι ο Πλούτος, αν κι είχα πάρει απόφαση να σας το κρύψω.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Παμπόνηρε, και γιατί δεν το ‘λεγες τόσο καιρό, πως είσαι ο Πλούτος;
ΚΑΡΙΩΝΑΣ Συ είσαι ο Πλούτος και με τέτοια χάλια; Τι λες μωρέ; Εσύ είσαι ο Πλούτος;
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Ο ίδιος ο Πλούτος;
ΠΛΟΥΤΟΣ Ο ίδιος και αυτοπροσώπως.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Πούθε λοιπόν μας ήρθες έτσι βρωμισμένος;
ΠΛΟΥΤΟΣ Απ’ τον Πατροκλή (Πλούσιο Αθηναίο που δε λουζότανε απ’ την τσιγγουνιά του) που δε λούστηκε ποτέ απ’ τον καιρό που γεννήθηκε.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Για πε μου τώρα, πώς τα μάτια σου έχασες;
ΠΛΟΥΤΟΣ Ο Δίας μου την έσκασε από φθόνο και ζήλια των ανθρώπων. Όταν ήμουν νέος φοβέριζα πως θα πηγαίνω μόνο στους τίμιους, τους σοφούς και τους δίκαιους. Τότε μου ‘βγαλε τα μάτια για να μη μπορώ να ξεχωρίζω τους κακούς απ’ τους καλούς. Τόσο ζηλεύει τους καλούς ανθρώπους; (Ο Δίας ήθελε να μην ανταμοίβεται η Αρετή στους ανθρώπους γιατί τότε όλοι θα προσπαθούσαν να είναι ενάρετοι από συμφέρον).
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Και όμως ο Δίας τιμάται απ’ τους δίκαιους και τους καλούς και όχι τους κακούς.
ΠΛΟΥΤΟΣ Είμαι σύμφωνος.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Για πες μου. Αν ξάφνου αποχτούσες το φως σου θα έφευγες μακριά απ’ τους κακούς;
ΠΛΟΥΤΟΣ Και βέβαια θ’ άφευγα.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Θα πήγαινες στους τίμιους, τους δίκαιους και τους καλούς.
ΠΛΟΥΤΟΣ Μα, ούτε λόγος να γίνεται. Παρ’ ότι έχω πολύ καιρό να ιδώ κανένα απ’ αυτούς.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Μα ούτε εγώ που βλέπω, δεν είδα κανένα τίμιο.
ΠΛΟΥΤΟΣ Τώρα μάθατε τα δικά μου. Αφήστε με να φύγω.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Όχι για το Θεό. Τώρα ίσα-ίσα σε θέλουμε κοντά μας να σε κρατάμε πιο δυνατά.
ΠΛΟΥΤΟΣ Καλά το ‘λεγα πως δύσκολα θα ξεμπέρδευα από σας.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ Σε παρακαλώ να μην επιμένεις να φύγεις, γιατί όσο και να ψάξεις δε θα βρεις άλλο καλόβολο άνθρωπο από μένα.
Δεν υπάρχει άλλος από μένα.
ΠΛΟΥΤΟΣ Όλοι οι άνθρωποι έτσι λένε. Κι όταν με κάνουν δικό τους και γίνουν πλούσιοι, τότες ξεπερνούνε τα όρια της κακίας και της αδικίας και γίνονται όλοι καθίκια του κερατά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου