Από (το) κείμενο της Ελένης Νυμφοπούλου-Παυλίδου:
« Θυμάμαι…θυμάμαι το σκοτάδι στα μάτια μου και τον κόσμο να χάνεται από τα πόδια μου και μετά τίποτε άλλο… Οι άλλες στη σπηλιά, μού παν αργότερα, πως για ώρες χτυπούσα το κεφάλι μου στα βράχια, σα να θελα να περάσω τον πόνο της ψυχής στο κορμί μου, και να τον ελαφρύνω…Ούτε πάλι θυμούμαι τις ώρες που έκλαψα πάνω από το πληγιασμένο κορμί του άντρα μου και τον παρακαλούσα να σηκωθεί από το λήθαργο και να με βοηθήσει να διαλέξω. Ποιόν…ποιόν να κρατήσω και ποιόν να δώσω πίσω στο Θεό; Αυτόν και τα μεγαλύτερά μας ή το μωρό που βύζαινε ακόμα στο στήθος μου; Θυμάμαι μόνο πως αργά τη νύχτα, αντάρτες με ξύπνησαν, και με τη βία μου πήραν το μωρό που έπνιξα από το σφιχταγκάλιασμα στον κόρφο μου…»
(Η τραγωδία στο Μπέιαλαν) «Τα χαράματα στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και να αναστατωθούν οι άντρες,και όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος…. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι οι τσέτες, περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν Τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας τους υποκοπάνους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία-αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κι οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος τη δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διέταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό….
Κι όταν ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, …Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δε χρειάστηκε παρά μόνο μια αγκαλιά ξερά χόρτα ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δυο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απέξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη, δεν περιγράφεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου